-
1 φυσιολογία
[фисиологиа] ουσ. Θ. физиология.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυσιολογία
-
2 физиология
-и θ.φυσιολογία•физиология животных η φυσιολογία των ζώων•
физиология растений η φυσιολογία των φυτών•
физиология дыхания η φυσιολογία της αναπνοής.
|| μτφ. φιληδονία αγενής.εκφρ.физиология звуков речи – φυσιολογία των φωνητ ικών φθόγγων. -
3 физиология
-
4 физиология
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > физиология
-
5 физиология
физиол||огияж ἡ φυσιολογία. -
6 физиология
[φιζιαλόγκιγια] ουσ. θ. φυσιολογία -
7 физиология
[φιζιαλόγκιγια] ουσ θ φυσιολογία -
8 природоведение
-я ουδ.φυσιογνωσία φυσιολογία. -
9 эволюционный
επ.1. εξελικτικός, της εξέλιξης•-ая физиология εξελικτική (αναπτυξιακή) φυσιολογία.
2. (στρατ.) της αναδιάταξης, της ανακατάταξης.εκφρ.- ое учение – η εξελικτική διδασκαλία.
См. также в других словарях:
φυσιολογία — φυσιολογίᾱ , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem nom/voc/acc dual φυσιολογίᾱ , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογία — Είναι η επιστήμη των φυσιολογικών λειτουργιών των έμβιων όντων. Αντικείμενό της αποτελούν π.χ. η θρέψη, ο μεταβολισμός, η δραστηριότητα των διαφόρων συστημάτων και η εσωτερική οργάνωση των έμβιων όντων, οι αντιδράσεις στις μεταβολές του… … Dictionary of Greek
φυσιολογίᾳ — φυσιολογίαι , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem nom/voc pl φυσιολογίᾱͅ , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογία — η 1. (βιολ.), κλάδος της βιολογίας που μελετά τον τρόπο της λειτουργίας των ζωντανών οργανισμών, η επιστήμη της ζωής. 2. (ιατρ.), κλάδος της ιατρικής που εξετάζει τον τρόπο της λειτουργίας του οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιολογίας — φυσιολογίᾱς , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem acc pl φυσιολογίᾱς , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογίαι — φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem nom/voc pl φυσιολογίᾱͅ , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογίαν — φυσιολογίᾱν , φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογιῶν — φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιολογίαις — φυσιολογία inquiring into natural causes and phenomena fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… … Dictionary of Greek